Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁ ἐπὶ τοῦ οἴνου

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • OENOTRI — populi Italiae tractum illium inter Paestum, ac Tarentum incolentes, quorum regio Oenotria, partem Lucaniae, Brutiorum, et Magnae Graeciae complectens. Virg. Aen. l. 1. v. 531. Est locus, Hesperiam Graii cognomine dicunt; Terra antiqua, petens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»